προσαράξας

προσαράξας
προσαράξᾱς , προσαράσσω
dash against
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
προσαράξᾱς , προσαράσσω
dash against
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσαράζω — προσαράσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαράττω Α [αράζω / ἀράσσω] (για πλοίο) προσκρούω ή κάθομαι επάνω σε ύφαλο ή αβαθή και συνήθως αμμώδη βυθό («προσαράξας τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ διέλυσεν», Λουκ.) μσν. αρχ. ωθώ ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με ορμή αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”